- προαγωνιζόμενοι
- προαγωνίζομαιfight beforepres part mp masc nom/voc plπροαγωνιζόμενοι , προαγωνίζομαιfight beforepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαγωνίζομαι — ΝΑ [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι για κάποιο σκοπό πριν από άλλους ή μεταξύ τών πρώτων, υπερασπίζω («ἡγεμόνες τῶν ὑποτεταγμένων προαγωνιζόμενοι», Διόδ.) νεοελλ. προετοιμάζομαι για αγώνα, προγυμνάζομαι αρχ. 1. μάχομαι υπερασπιζόμενος κάποιον 2. είμαι… … Dictionary of Greek